Κούνερσντορφ, μάχη του- — Μάχη που οφείλει την ονομασία της στο ομώνυμο γερμανικό χωριό, που βρίσκεται ανατολικά της Φρανκφούρτης επί του Όντερ. Η μάχη αυτή, που έγινε στις 12 Αυγούστου 1759 μεταξύ των ρωσοαυστριακών δυνάμεων του στρατηγού Σαλτικόφ και του πρωσικού… … Dictionary of Greek
Καπορέτο, μάχη του- — Μάχη μεταξύ του ιταλικού στρατού και των συνασπισμένων γερμανικών και αυστροουγγρικών δυνάμεων, κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, που διεξήχθη κοντά στην ομώνυμη πόλη (σημερινό Κόμπαραντ της Σλοβενίας), στις όχθες του ποταμού Ισόνζο. Εκεί τα… … Dictionary of Greek
Μαντζικέρτ, μάχη του- — Μάχη (1071) μεταξύ Βυζαντινών και Σελτζούκων Τούρκων στην αρμενική πόλη του Μ., κοντά στη λίμνη Βαν. Ηγέτης του βυζαντινού στρατου ήταν ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ’ Διογένης (1068 1071) και των Τούρκων ο Αλπ Αρσλάν, ο οποίος κατάφερε να τον νικήσει… … Dictionary of Greek
Μάρνη, μάχη του- — Με αυτή την ονομασία χαρακτηρίζεται η μάχη που έλαβε χώρα κοντά στον ποταμό Μάρνη κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου πολέμου. Διεξήχθη από τις 6 έως 9 Σεπτεμβρίου 1914 και στάθηκε καθοριστική, καθώς ανέκοψε την προέλαση των Γερμανών σε απόσταση… … Dictionary of Greek
μάχη — Σύγκρουση στρατιωτικών τμημάτων· αγώνας για την επίτευξη συγκεκριμένων τακτικών ή και στρατηγικών σκοπών. Οι μ. διακρίνονται σε αμυντικές, επιθετικές, εκ συναντήσεως, σε ανοιχτό πεδίο κ.ά. Αμυντική είναι η μ. όταν ο ένας από τους δύο… … Dictionary of Greek
Λα Φαγιέτ, Μαρί Ζοζέφ Πολ Ιβ Ρος Ζιλμπέρ Μοτιέ, μαρκήσιος του- — (Marie Joseph Paul Yves Roch Gilbert du Motier marquis de La Fayette, Σαβανιάκ 1757 – Παρίσι 1834). Γάλλος στρατηγός και πολιτικός. Ενθουσιασμένος από την αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, οδηγήθηκε νεότατος στην Αμερική για να συμμετάσχει… … Dictionary of Greek
Βατικανού, Πόλη του- — (Citta del Vaticano) Ιδιότυπο ανεξάρτητο κράτος, μέσα στην πόλη της Ρώμης (Ιταλία). Πολιτικά στοιχεία Περικλεισμένη μέσα στα Λεόντεια Τείχη της Ρώμης, η Π. του Β. κατέχει μόνο ένα τμήμα του αρχαίου Ager Vaticanus που απλωνόταν ανάμεσα στις… … Dictionary of Greek
Γιορκ, δούκας του- — (duke of York). Ένας από τους κυριότερους αγγλικούς τίτλους ευγενείας του 14ου και του 15ου αι. Τον έφεραν τα μέλη της βασιλικής οικογένειας. Πρώτος κάτοχός του ήταν ο Εδμόνδος του Λάνγκλεϊ, γιος του Εδουάρδου Γ’. Από την εποχή των Στιούαρτ τον… … Dictionary of Greek
Έσεξ, Ρόμπερτ Ντέβερο, κόμης του- — (Robert Devereux Essex, 1566 – 1601). Άγγλος στρατηγός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Καντέρμπουρι και εμφανίστηκε στην αγγλική αυλή το 1584, όπου διακρίθηκε για την ομορφιά του και το πνεύμα του. Με την εύνοια της βασίλισσας Ελισάβετ κατετάγη… … Dictionary of Greek
Λουξεμβούργου, οίκος του- — Βασιλική οικογένεια της Ευρώπης. Έλαβε την ονομασία της από τον πύργο Λίτσελμπουργκ, ο οποίος βρισκόταν στο δουκάτο της Λορένης. Ο πρώτος που έλαβε το όνομα αυτό ήταν ο Ζίγκφριντ, το 963, πρώτος κόμης του Λουξεμβούργου. Η γραμμή αρρενογονίας… … Dictionary of Greek